τρυπητήρας

τρυπητήρας
ο / τρυπητήρ, -ῆρος, ΝΑ
το τρυπητήρι
αρχ.
χάλκινο ή πήλινο αγγείο με πολλές οπές, τρυπητό, σουρωτήρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυπῶ + κατάλ. -τήρ* (πρβλ. κινη-τήρ[ας])].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τρυπητῆρας — τρυπητήρ pierced vessel masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυπητήρ — ῆρος, ὁ, ΝΑ βλ. τρυπητήρας …   Dictionary of Greek

  • τρυπητήρι — το, Ν εργαλείο με το οποίο γίνεται διάνοιξη οπών με πίεση σε σώματα μικρής ή μέτριας σκληρότητας, όπως σε ναστόχαρτο, δέρμα κ.ά., τρυπητήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυπητήρ(ας), βλ. και τήριο. Η λ., στον λόγιο τ. τρυπητήριον, μαρτυρείται από το 1847 στον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”